Σε χίλια δένδρα καθηλωμένη ηδονή βουκολική σκιά παρά θέατρο δάσους ή σ’ ένα άλλο επίπεδο εκποδών σημειολογία χωρισμών υποδόρια, επιθυμίες λέξεων που με ελεύθερους συνειρμούς στίχων πιάστηκαν στη μέγγενη υπερρεαλισμού… Ω υποκινούμενο γαλάζιο όνομα κατά βούληση Άννα Μαρία Ευάδνη, γόρδια κοσμητικά επίθετα που έχουν εισχωρήσει βαθιά στα μερομήνια μας… Παλεύουμε στα πράγματα αυτά, καθημερινές έγνοιες, φιλόμαχες τριβές να βρούμε μιαν αλληλουχία, τραβάμε, ξελύνουμε, κόβουμε, κάπου θα φτάσουμε έτσι κομματιάζοντας μιαν καινούργια πρωτοφανέρωτη ρωγμή ν’ αγγίξουμε με τα δάχτυλα στα τυφλά… Πήγαινες γυρεύοντας το ρου της νοσταλγίας στην αμφίσημη ρανίδα του Ποιήματος (Τάσος Κάρτας, Από μηχανής ΘΕΟΙ λέξεων Επιούσιας Ομοιοκαταληξίας: δολώνω μ’ άδειους στίχους στιχάκια SMSμήπως και πιάσω μεστή τη διάθεσή σου για ονειροπολήσεις)
Οι ΛΕΞΕΙΣ μέσα στο Ποίημα εικόνες σκέψεων και συναισθημάτων είναι και οι ΕΙΚΟΝΕΣ που τις έντυσαν, λαβύρινθος επιθυμίας λέξεων για πράγματα που αρχίζουν να συμβαίνουν ερήμην, στίχοι εικονολάτρες, φωτογραφία λεξιθήρας και η ευπροσήγορη ηχώ της μοναξιάς, μηδέν εις το πηλίκο υψικαμίνου σώματος, με το στιχοπουκάμισο μυριάδων «μνήσθητι» σμαράγδι υπονοούμενο, που βάρδα φουρνέλο, δαγκώνει τα όνειρα στις ρώγες μιας λέξης που πάντα ρει, Λαιστρυγόνες κύκλωπες δηλαδή onlineστα έγκατα κτερίσματα της ρέμβης του P.C. μου κι ένας ειρμός Μεσσίας εν ριπή σέπαλου αίρει μεσίστιες απορίες αείφυλλων γυναικών… Είπαμε όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει λυρισμό κι ωραία λόγια – να ’χουμε κάτι να κρυβόμαστε πίσω απ’ τις εικόνες των λέξεων μας με το γόρδιο χρησμό τους. Η Ποίηση του καθενός δική του ελπίδα υποτέλειας
Σ’ ένα άλλο επίπεδο εκποδών σημειολογία χωρισμών υποδόρια
ο πόθος του ποιητή σταλακτίτη το σταλαγμίτη
κλεψύδρα ιάμβους μετρά
καθώς κοκορόμυαλοι τρυποκάρυδοι σεργιανούν
στα χρονοβόρα «τετέλεσται» πανσέληνης αναμονής –
από μια κλωστή κρέμεται
υπεράριθμο γαλάζιο νόημα σε άσπιλο ουρανό
ή σ’ ένα άλλο επίπεδο εκποδών
σημειολογία χωρισμών υποδόρια
επιθυμίες λέξεων
που με ελεύθερους συνειρμούς στίχων
πιάστηκαν στη μέγγενη υπερρεαλισμού
θανάσιμα ψηλώνει των κορμιών η δίνη
χέρια εξαρτήματα κλαριών
τρύπια ιστορία
δάχτυλα όψεις εκδικητικές
με προσποιητό οργασμό
βλέμματα φωτιά και παρατήρηση
σε χίλια δένδρα καθηλωμένη ηδονή
βουκολική σκιά παρά θέατρο δάσους
Είτε σύννεφα είτε ήλιος όλα τα ρολόγια δείχνουν μεσημέρι
απ’ την αρχή να φτιάχνεις σταυρόλεξα θανάτου κι απ’ την άλλη μεριά ενός κίτρινου φύλλου γραμμένη με μάσκα χρυσόμαλλης βροχής ψυχή μου- μυστική σοδειά φθινόπωρου μες την καρδιά του ανέμου… μαραγκιασμένα σπέρματα χωρίς ανταποκρίσεις δρόμοι γυμνοί χωρίς δενδροστοιχίες ο κόσμος μικρά καφενεία αυτοί που περνούν απέξω πανομοιότυπες προσόψεις… ω υποκινούμενο γαλάζιο όνομα κατά βούληση Άννα Μαρία Ευάδνη, με την ομορφιά και την ευρυθμία της αναφώνησης μετριάζεται ο άκρατος συμβολισμός ομοούσιου ουρανού πόσο μεγάλωσαν τα παιδιά της γειτονιάς κι οι κοπέλες με στητά κορμιά δικαίωσης είτε σύννεφα είτε ήλιος όλα τα ρολόγια δείχνουν μεσημέρι… Γηράσκω αεί μέσα σε Μεσσίες στίχων μακριά μιαν άλλη σοφία λέξεων ποθώντας
Γόρδια κοσμητικά επίθετα που έχουν εισχωρήσει βαθιά στα μερομήνια μας
ατέρμονο βλέμμα αστραπής γαλάζιων στίχων
κτερίσματα μονοσάνδαλης νοσταλγίας,
γόρδια κοσμητικά επίθετα
που έχουν εισχωρήσει βαθιά στα μερομήνια μας-
νόστιμον ήμαρ επιούσιας ομοιοκαταληξίας
παλεύουμε στα πράγματα αυτά
καθημερινές έγνοιες, φιλόμαχες τριβές
να βρούμε μιαν αλληλουχία
τραβάμε, ξελύνουμε, κόβουμε
κάπου θα φτάσουμε έτσι κομματιάζοντας
μια καινούργια πρωτοφανέρωτη ρωγμή
ν’ αγγίξουμε με τα δάχτυλα στα τυφλά
είναι όμως κάτι πράγματα
με πείσμα ανεμοστρόβιλου
που μένουν στάσιμα στο παραλήρημά τους
γιατί με το γύρισμα του χρόνου
μια τυχούσα αλλαγή
σημαίνει θάνατο στους ίσκιους της επιθυμίας
τόσο πλήρως τα φαντάστηκα τα γαλανά σου μάτια
που θάρρεψα πως ονειρεύομαι
την ηχώ της μοναξιάς μου
Δε φεύγουνε τα πρόσωπα αν δεν γεράσουν οι επιθυμίες
δεν μένει τίποτα απ’ τα λόγια σαν δεν έρθει πανηγύρι άνοιξης, δε φεύγουνε τα πρόσωπα αν δεν γεράσουν οι επιθυμίες- πού την κεφαλή κλίναι σαν έρθει λαμπρή η απόλυση στις πρώιμες συναγωγές των αντιφάσεων; περιπλάνηση αμοραλισμού για μιαν Ελένη, μια σειρήνα με αποπλανά δίχως να το ξέρει, καπνός «αναθρώσκων» συνωστισμός σιωπής. γυάλινα στήθη βροχής ανδρειωμένης… μια λύση είναι να κλείσουμε τα μάτια να μην περιμένουμε τίποτα ποτέ σαν το ναυάγιο που συσπειρώνεται μέσα του σαν ένα σώμα ανάμεσα ση σφύρα και τον άκμονα… Πήγαινες γυρεύοντας υστεροφημία ασπρόμαυρου αρνητικού
Πήγαινες γυρεύοντας 14ηομορφιά Χλόης Θερμοκηπίου
μπορεί να ξημερώνει Κυριακή
το ραδιόφωνο σε χαμηλή ένταση
οι κουβέρτες ξέστρωτες,
τα ρούχα πεταμένα καταγής
μετράς την κάθε λέξη
ζυγιάζοντας στα δάχτυλα
απρόσωπες σημασίες απ’ όνειρα
ξέρεις τις ανατροπές που έχουν ηχώ εύλογου πόθου
που εξαπλώνεται στη μεταφυσική σου σκέψη
μισθοφόρος ρέμβη μ’ άσωτα χρώματα λέξεις;
πήγαινες γυρεύοντας το ρου της νοσταλγίας
στην αμφίσημη ρανίδα του Ποιήματος
μακριά απ’ τα διαλαλήματα του ανέμου
γυμνός από αστραπή και έμπνευση
μ’ ένα μελίσσι χρώματα πετροκότσυφες
στην κάθε σου φαρέτρα
Ενός λεπτού εκλάμψεις λυρισμού
στάχτη στα μάτια μιας καταθλιπτικής πραγματικότητας…
Τόσα χρόνια μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια γράφω και ξαναγράφω αυτόν το Φαύλο Δούρειο Στίχο, λευκή και απρόσιτη παρομοίωση σαν την αμείλικτη σιωπή στο ανηφορικό φεγγαρόφωτο… απλή σκέψη πτερόεντος λόγου άμεμπτων συμβολισμών… γράφω και ξαναγράφω αυτόν το Φαύλο Στίχο, Ομοιοκαταληξίες Χρυσηίδων Σιωπής, άνω σχώμεν ευσεβείς πόθους, όλο ανεβαίνοντας ακάλυπτους στίχους κι όλο ξοδεύοντας μαγικές εικόνες ουρανό… Αυτοσαρκάζοντας τον αδιέξοδο ποιητικό μου οίστρο, δολώνω μ’ άδειους στίχους αγκίστρια SMSμήπως και πετύχω μεστή τη διάθεσή του για ονειροπολήσεις…