Χρυσηίδες Λέξεις, συμπληγάδες λίμπιντο, δροσοσταλιά κόκκινης κλωστής και τα μπουμπούκια κρήνες, παρομοίωση που πέτυχε δούρειο χρησμό: «παρά ένα φιλί πανσέληνος κι απόψε, στο παραθύρι στο όνειρο υγρά φιλιά, γέμισε ο ουρανός σύννεφα-άνθη, σύρε κόψε, να παίξεις έρωτα μες τη νυχτιά»!.. Από μηχανής Πουλάκι των Ποιητών, άσβεστη φωτιά στην Καιόμενη Βάτο: «μπαίνουμε ο ένας στο κορμί του άλλου, γινόμαστε για κλάσματα του δευτερολέπτου μια κραυγή, ένας σπασμός, βάρβαροι ποιητές κι ύστερα, ώσπου να πεις κύμινο, πάλι μόνοι, σε παράλληλους δρόμους, λέξεις πτερόεσσες γυμνές απ’ το φωνήεν τους στο καταπέτασμα της συμφωνίας στίχων (Τάσος Κάρτας, Από μηχανής ΘΕΟΙ λέξεων Επιούσιας Ομοιοκαταληξίας: δολώνω μ’ άδειους στίχους στιχάκια SMSμήπως και πιάσω μεστή τη διάθεσή σου για ονειροπολήσεις)
Οι ΛΕΞΕΙΣ μέσα στο Ποίημα εικόνες σκέψεων και συναισθημάτων είναι και οι ΕΙΚΟΝΕΣ που τις έντυσαν, λαβύρινθος επιθυμίας λέξεων για πράγματα που αρχίζουν να συμβαίνουν ερήμην, στίχοι εικονολάτρες, φωτογραφία λεξιθήρας και η ευπροσήγορη ηχώ της μοναξιάς, μηδέν εις το πηλίκο υψικαμίνου σώματος, με το στιχοπουκάμισο μυριάδων «μνήσθητι» σμαράγδι υπονοούμενο, που βάρδα φουρνέλο, δαγκώνει τα όνειρα στις ρώγες μιας λέξης που πάντα ρει, Λαιστρυγόνες κύκλωπες δηλαδή onlineστα έγκατα κτερίσματα της ρέμβης του P.C. μου κι ένας ειρμός Μεσσίας εν ριπή σέπαλου αίρει μεσίστιες απορίες αείφυλλων γυναικών… Είπαμε όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει λυρισμό κι ωραία λόγια – να ’χουμε κάτι να κρυβόμαστε πίσω απ’ τις εικόνες των λέξεων μας με το γόρδιο χρησμό τους. Η Ποίηση του καθενός δική του ελπίδα υποτέλειας
ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΞΗ ΔΙΑΜΕΛΙΖΟΝΤΑΣ ΙΜΑΤΙΑ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΑ
αντί «ωραίο πλάσμα»
γράφω στον απέναντι στίχο
«ο κήπος βλέπει να λάμπουν οι σταγόνες των στιγμών»
μιας διπλανής μου Χρυσηίδας Πόρτας
Χρυσηίδες Λέξεις
συμπληγάδες λίμπιντο
δροσοσταλιά κόκκινης κλωστής
και τα μπουμπούκια κρήνες,
παρομοίωση που πέτυχε δούρειο χρησμό:
«σε γνωρίζω από τη λέξη,
που είχε κάποτε ένα πέλαγος χρωμάτων βλέμμα…»
βλέπετε;
μιλώ μιαν άλλη γλώσσα,
διαμελίζοντας ιμάτια προσχήματα
με υποτάσσει η πεμπτουσία των ανατροπών:
σήμερα παραλήρημα φυλλοβόλου λόγου,
έκπληκτες λέξεις,
γόρδιο κενό χρόνου, χώρου, ιδεών
με αύριο δεκαπεντασύλλαβο
Θεομηνία τελευταίου σώματος
ερήμην εφηβείας…
ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΦΗ Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΛΕΞΕΩΝ ΓΙΑ ΦΙΛΙΑ
μια λέξη εφήμερη απ’ τα φεγγάρια της ολόγυμνη έτσι κι αλλιώς στη βουβή θεομηνία βάρβαρου ποιητή που νήστεψε τα βλέμματα που άστραφταν τα χρώματα του Έρωτα σ’ όλο το Σώμα… Απ’ την επιθυμία του πού να κρυφτείς;
παρά ένα φιλί πανσέληνος κι απόψε
στο παραμύθι στο όνειρο υγρά φιλιά
γέμισε ο ουρανός σύννεφα άνθη, σύρε κόψε
να παίζεις έρωτα μες τη νυχτιά
παρά ένα φιλί ολόγιομη η αγκαλιά
λέξεις και χρώματα σαστισμένοι φρουροί
ξυπνούν οι αισθήσεις με τα φιλιά
φρυκτωρίες στίχων λευκό πανί
σφύζοντας συννεφιασμένες σιωπές ερημίας έσω στο ενδεχόμενο αποθέωσης του «σ’ αγαπώ» και πώς να την εκλάβεις τόση φλυαρία ονείρου ανάμεσα σε δυο εκλάμψεις στιγμιαίου για πάντα… Φεγγάρια του έρωτα σ’ όλο το σώμα, απ’ την επιθυμία του πού να κρυφτείς;
ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΣ ΑΣΕΛΗΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΕΙ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Ποιας Έριδος; Μήλο μου κόκκινο... Ποιας συκής; Φύλλο και φτερό...
Ποιος στίχος; Λαξευμένος σε Άμεμπτο μάρμαρο...
Ποιες λέξεις; Ο Έρωτας μας είναι Κλειστός
σε δυο μαύρες συμπληγάδες!
Ωστόσο... στο αδέσποτο αυτό ποίημα
ανοίγουν σαν πόρτες στίχοι συμβόλων:
Όνομα Ελευθερία του Πόθου,
Επίθετο Δώρο Θεού. Του; Ρόδου Αμάραντου
Μακρινή μητέρα, σπιθίσματα έαρος χιλιάδες
σε μια στιγμή αποθέωσης σαν ουσίες Χαράς ,
αναγκαία λήθη Σιωπής απ'όνειρα
μιας Παρθένας Ζωής διφορούμενες λέξεις
Από μηχανής Πουλάκι των Ποιητών,
άσβεστη φωτιά στην Καιόμενη Βάτο
Μισθοφόρος ρέμβη με διάθεση για Ποίημα
στο περίακτο δάσος της Ανοιχτής Σχισμής
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ, ΟΤΑΝ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΔΕ ΛΕΕΙ ΝΑ ΣΩΠΑΣΕΙ
Μακριά, πολύ μακριά στα σύννεφα στην Ατλαντίδα γη της Ποίησης, μια φεγγαροντυμένη ελάνθανε στην προσμονή παλίντονου αρμονίας λέξεων, που κόκκαλα δεν έχουν και επιούσιο Ρέμβη ριζώνουν απ’ τον αιώνα κι ως τα ρίγη αυτής της νύχτας που σεληνιάζεται ανερμάτιστα στα σύννεφα του χθεσινού λυγμού… Όνειρα δεμένα στην άτονη λήγουσα παντός επιστητού σώματος, απ’ την πλευρά μιας εφήμερης αιωνιότητας λέξεων, Ονειροπόλημα Πανσέληνου στάσιμης στον αμφίσημο χρησμό της. Κι εσύ, Ουρανέ, σε ποια γλώσσα μου διαβάζεις τα γαλάζια σου γράμματα; Στη γλώσσα της ατέλειωτης σιγής κρυμμένων αστεριών κιβωτός χρωμάτων επιούσιας ομοιοκαταληξίας προσπέλαση παραμυθιού! Ναύλος για τη λινή κοιτίδα κυριολεξίας, επίνειο του τμήματος μεταγωγών των στίχων
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΑΡΑΠΕΣΕ LIBIDOΛΥΡΙΣΜΟΣ
δεν έχει δάχτυλα η σιωπή να την μετρήσεις
δεν έχει κύκλους ο ουρανός να τους διαβείς
και μια λέξη ολομόναχη στους αυτουργούς ανέμους,
φεγγαροντυμένη χρώματα και ερημίας ήχο
μπαινοβγαίνει εφήμερα στη βουβή θεομηνία της
μπαίνουμε ο ένας στο κορμί του άλλου
γινόμαστε για κλάσματα του δευτερολέπτου
μια κραυγή, ένας σπασμός, βάρβαροι ποιητές
κι ύστερα
ώσπου να πεις κύμινο,
πάλι μόνοι σε παράλληλους δρόμους,
λέξεις πτερόεσσες γυμνές απ’ το φωνήεν τους
στο καταπέτασμα της συμφωνίας στίχων
έλα λοιπόν να θυμηθώ με όνειρα τη μελωδία της σιωπής
Τόσα χρόνια μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια γράφω και ξαναγράφω αυτόν το Φαύλο Δούρειο Στίχο, λευκή και απρόσιτη παρομοίωση σαν την αμείλικτη σιωπή στο ανηφορικό φεγγαρόφωτο… απλή σκέψη πτερόεντος λόγου άμεμπτων συμβολισμών… γράφω και ξαναγράφω αυτόν το Φαύλο Στίχο, Ομοιοκαταληξίες Χρυσηίδων Σιωπής, άνω σχώμεν ευσεβείς πόθους, όλο ανεβαίνοντας ακάλυπτους στίχους κι όλο ξοδεύοντας μαγικές εικόνες ουρανό… Αυτοσαρκάζοντας τον αδιέξοδο ποιητικό μου οίστρο, δολώνω μ’ άδειους στίχους αγκίστρια SMSμήπως και πετύχω μεστή τη διάθεσή του για ονειροπολήσεις…