Ποια ανταύγεια θα ποτίσει με όνειρα λέξεων την ήβη που σκιρτά αεί γηράσκουσα και νυν καιόμενη βάτος… να ’χεις το νου σου στη γραμμική του ποιήματος υπόσχεση, να ’χεις το νου σου στο φιλί, ροδόσταμο ερέθισμα στα πλάτη του ανέμου… μέσα συθέμελη ζωή, μετείκασμα θνητό, κύμβαλο άλλοθι που κουβανώ onlineστο P.C. μου κι ώσπου να πεις κίμινο χρώματα μουσικές χτενίζουν τις κοτσίδες του ποιήματος… Μα εγώ δεν είμαι παρά το άθυρμα στις κλαίουσες μονομανίες μου, όμαιμος σαν της αστραπής στων υακίνθων την ουράνια σκάλα σ’ ένα ενάλιο κορμί, ψυχή μου διάτρητη στη ρότα άσφαιρου τοπίου, μηδέν εις το πηλίκον υψικαμίνου σώματος… Οι προτάσεις των ποιητών σειρήνες μ’ απειλή και κίνδυνο μεγαλώνουν στην αφαίρεση μυριάδων μνήσθητι(Τάσος Κάρτας, Από μηχανής ΘΕΟΙ λέξεων Επιούσιας Ομοιοκαταληξίας: δολώνω μ’ άδειους στίχους στιχάκια SMSμήπως και πιάσω μεστή τη διάθεσή σου για ονειροπολήσεις)
Οι ΛΕΞΕΙΣ μέσα στο Ποίημα εικόνες σκέψεων και συναισθημάτων είναι και οι ΕΙΚΟΝΕΣ που τις έντυσαν, λαβύρινθος επιθυμίας λέξεων για πράγματα που αρχίζουν να συμβαίνουν ερήμην, στίχοι εικονολάτρες, φωτογραφία λεξιθήρας και η ευπροσήγορη ηχώ της μοναξιάς, μηδέν εις το πηλίκο υψικαμίνου σώματος, με το στιχοπουκάμισο μυριάδων «μνήσθητι» σμαράγδι υπονοούμενο, που βάρδα φουρνέλο, δαγκώνει τα όνειρα στις ρώγες μιας λέξης που πάντα ρει, Λαιστρυγόνες κύκλωπες δηλαδή onlineστα έγκατα κτερίσματα της ρέμβης του P.C. μου κι ένας ειρμός Μεσσίας εν ριπή σέπαλου αίρει μεσίστιες απορίες αείφυλλων γυναικών… Είπαμε όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει λυρισμό κι ωραία λόγια – να ’χουμε κάτι να κρυβόμαστε πίσω απ’ τις εικόνες των λέξεων μας με το γόρδιο χρησμό τους. Η Ποίηση του καθενός δική του ελπίδα υποτέλειας
Έμαθα να κρύβω ό,τι πιο πολύ ποθώ ό,τι κρύβω όλη η αλήθεια – μοναξιά παντάνασσα
«ας βγουν οι λέξεις λυγαριές και τα μπουμπούκια κρήνες»,
που λέει και ο ποιητής
ν’ αποδεκατίσουντ’ αποσιωπητικά που φωταγώγησα
στο παρακατιανό μου ποίημα-
στίχοι άηχοι φωνές υποδόριες
στις εγγενείς τις αντιφάσεις…
μια σειρήνα ζητάει τη φωνή μου
η παρομοίωση πέτυχε
επωδός μεταφορά
αλλά ο ασθενής στίχος δούρειος χρησμός
κάθε τρεις και τόσο μ’ άλλο στιχοπουκάμισο
κραδαίνοντας υγρό πυρ μονόξυλο σιωπής
μέσα συθέμελης ζωής Οξύμωρο! υστεροφημίας
δεσμώτης στον ίλιγγο της σκιάς των λέξεων
γυμνός από γραφή και έμπνευση
Ποια ανταύγεια θα ποτίσει με όνειρα λέξεων την ήβη που σκιρτά αεί γηράσκουσα και νυν καιόμενη βάτος
Μ’ ένα ταξίδι στο βλέμμα να σκίζει το φόντο μαγνάδι του κοριτσιού από ένα άλλο στίχο πορφυρογέννητο μήλον της έριδος η λέξη που δεν βρέθηκε ακόμα να φυλακίζει μύχιες υποσχέσεις στο Ποίημα- λεοντή στην απαστράπτουσα περίοδο του ονείρου… τι άλλο θα εισχωρήσει στο τουμπανιασμένο ποίημα σαν υγρασία σιωπηλή και δόλια που καταβρόχθισε τη γονιμότητα του αναστεναγμού των φύ(λ)λων; ποια ανταύγεια θα ποτίσει μ’ όνειρα λέξεων την ήβη που σκιρτά αεί γηράσκουσα και νυν καιόμενη βάτος; η θητεία σου στον στρουκτουραλισμό αντίποινο βραχνό καθώς διεκδικεί τη μοίρα της μέσα στο ποίημα: να κρύψει αυτό που είναι φανερό και με γυμνό το μάτι… μέσα συθέμελη ζωή, μετείκασμα θνητό, κύμβαλο άλλοθι που κουβανώ onlineστο P.C. μου
Μεσούρανα της νοσταλγίας μαγικού ρεαλισμού
γυρίζω στη στάσιμη όχθη του περυσινού καλοκαιριού
στο μπαλκόνι του φθινόπωρου
το κορίτσι με τις δίδυμες πλεξίδες
υποδύεται ένα μοβ ποτιστήρι
μεσούρανα της νοσταλγίας μαγικού ρεαλισμού
γλάστρες με τους φίκους μυτίζουν
τους πόθους της νύχτας
αναδύεται από το παραλήρημα κορυφαία σιωπή
ξόρκι στον εξπρεσιονισμό δίσεκτου χειμώνα
όπως η βροντή του σύννεφου
απ’ το βλέμμα της αστραπής
έτσι κρέμεται σε μια κλωστή κατηγορικός ο στίχος
να ’χεις το νου σου στη γραμμική
του ποιήματος υπόσχεση
να ’χεις το νου σου στο φιλί,
ροδόσταμο ερέθισμα στα πλάτη του ανέμου
ώσπου να πεις κίμινο
χρώματα μουσικές
χτενίζουν τις κοτσίδες του ποιήματος
Μα εγώ δεν είμαι παρά το άθυρμα στις κλαίουσες μονομανίες μου
«αν δεν ρισκάρεις με παρόν κανένα παρελθόν δεν πνίγει μέλλον» τάδε έφη Γιάννης Βαρβέρης κρυφά ερωτευμένος σ’ ένα Ποίημα με μια παλιά Cortina…Μα εγώ δεν είμαι παρά το άθυρμα στις κλαίουσες μονομανίες μου, όμαιμος σε μια λάμψη σαν της αστραπής στων υακίνθων την ουράνια σκάλα σ’ ένα ενάλιο κορμί ως τα πλάτη ηχηρών ανέμων ψυχή μου διάτρητη στη ρότα άσφαιρου τοπίου μηδέν εις το πηλίκον υψικαμίνου σώματος! Η Ποίηση μια ήττα στο παρόν, ο Ποιητής ο πιο γενναίος απ’ τους ηττημένους χρονομέτρης του μηδέν άγαν… μούσα ανάγλυφη μοναξιά μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, στα χείλια του ασφόδελου μια πολιτεία πασχαλίτσες
Να σηκωθεί η φούστα σου στης μοίρας μου το δρόμο
να γδύνεσαι χαμόγελα και λάγνα σ’ αγαπώ
για να ψιλώνω ως τα κατάρτια του ουρανού
όπου παραμονεύει το αειπάρθενο φιλί σου-
αιωνόβια προσμονή σαν αγιασμός στα μάτια
τι τέξεται η επιούσια έκφραση;
ποιο γόητρο ξοδεύουνε οι λέξεις της;
σε ποιο λημέρι αποκοιμήθηκε σειρήνα έμπνευσης;
μήπως αναρωτιέσαι ανέξοδα
κλώθοντας δίκλωνες κραυγές απ’ την αφάνεια σου;
διάττοντες στίχοι κλιμακτήριος ρυθμός
κοπάδι μαδημένες μαργαρίτες
γλυκοματιάζοντας συνουσία διττή
ασπαίρει και βογκά στύση αποδημητική-
ερπυστιοφόρο όνειρο τυλίχθηκε
σαν κόκκινη κλωστή σαν την ανέμη
οι προτάσεις των ποιητών σειρήνες μ’ απειλή και κίνδυνο μεγαλώνουν στην αφαίρεση μυριάδων μνήσθητι
Τόσα χρόνια μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια γράφω και ξαναγράφω αυτόν το Φαύλο Δούρειο Στίχο, λευκή και απρόσιτη παρομοίωση σαν την αμείλικτη σιωπή στο ανηφορικό φεγγαρόφωτο… απλή σκέψη πτερόεντος λόγου άμεμπτων συμβολισμών… γράφω και ξαναγράφω αυτόν το Φαύλο Στίχο, Ομοιοκαταληξίες Χρυσηίδων Σιωπής, άνω σχώμεν ευσεβείς πόθους, όλο ανεβαίνοντας ακάλυπτους στίχους κι όλο ξοδεύοντας μαγικές εικόνες ουρανό… Αυτοσαρκάζοντας τον αδιέξοδο ποιητικό μου οίστρο, δολώνω μ’ άδειους στίχους αγκίστρια SMSμήπως και πετύχω μεστή τη διάθεσή του για ονειροπολήσεις…